- τυΐ
- Α1. (κατά τον Ησύχ.) «ὧδεΚρῆτες»2. σε επιγρ. αντί τού τ. οἱδί τής αντων. ὁδί.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από το θ. το- τού οριστικού άρθρου (πρβλ. ΙΕ *tod, βλ. λ. ο, η, το) αναλογικά προς τους δωρ. τ. ὅπυι, πῦς*].
Dictionary of Greek. 2013.